Συνέντευξη της Νότα Μασσέλου στην εφημερίδα Τα Νέα (20/8/2019)

Ευχαριστούμε την Έφη Φαλίδα για τη συνέντευξη της Νότα Μασσέλου που φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα.

Κείμενο και φωτογραφίες Έφη Φαλίδα.

 

Συνάντηση στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης που από την δεκαετία του 1960 ασχολήθηκε στιλιστικά με το θέμα του ύπνου. Οι ιδέες της κυρίας Νότα Μασσέλου για το πώς πρέπει να κυκλοφορεί  η γυναίκα μέσα στην οικία της συντονίστηκαν με την άφιξη της μεταπολεμικής νεωτερικότητας.  Και από τότε την ακολούθησαν διαμορφώνοντας τα αισθητικά πρότυπα μια άλλης γενιάς. Γύρω από ένα κλασικό κομψό  διακριτικό στυλ. Η ίδια εργάζεται ακόμη ετοιμάζοντας συλλογές στον χώρο του ατελιέ της, στην οδό Λεωχάρους, έναν δρόμο του αθηναϊκού εμπορικού κέντρου. Και καθώς μιλάει με απαλό και ευγενικό τόνο εκδηλώνει το αδιάκοπο ενδιαφέρον της στην αναζήτηση της θηλυκότητας. Χωρίς ανάγκη αυτοπροβολής, χωρίς πρόθεση να επιβεβαιώσει αυτό που ξέρουν όλες φιλάρεσκες γύρω από τη σημασία του ντυσίματος. Η κυρία Νότα Μασσέλου προβάλλει από εκείνα τα χρόνια που η γυναίκα δεν εργαζόταν εκτός της οικίας της. Όμως η ίδια άλλαξε σελίδα στο ρόλο της. Επέλεξε και επέτυχε να είναι εργαζόμενη και ανεξάρτητη.


Πως ξεκίνησε η Νότα?
«Πριν ακόμα γεννηθώ σχεδίαζα. Γεννήθηκα λοιπόν γι αυτήν τη δουλειά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών η μαμά μου είχε μια σιφονιέρα και στο επάνω συρτάρι είχε- όπως τα έλεγε- τα πολύτιμα κουρέλια της. Πήρα ένα σκαμνί, ανέβηκα επάνω και πήρα ένα κομμάτι από βελούδο για καναπέ. Ακόμη θυμάμαι το χρώμα, ήταν χρυσαφί με λαδί , ριγέ. Άνοιξα τρεις τρύπες και πέρασα κορδέλα και το έκανα φούστα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο στη ζωή μου… Είχα μια μεγάλη ευκαιρία όταν τελείωσα το σχολείο μου να σπουδάσω αυτό που ήθελα, γιατί η καλύτερη μου φίλη είχε τη θεία της στο Παρίσι, η οποία μας φιλοξενούσε. Αλλά ο μπαμπάς μου αρνήθηκε. Εκείνη δεν το διανοείτο να με αφήσει. Είπε “18 χρονών δεν τη στέλνω έξω”. Τι να σας πω ήταν άλλη η νοοτροπία για τις γυναίκες και τις επιδιώξεις τους. Οι οικογένειες σκέφτονταν διαφορετικά για τα κορίτσια τους. Βέβαια τώρα αναλογίζομαι ότι αν είχα πάει μπορεί να μην είχε γίνει η καριέρα μου. Πιθανόν να μη μoυ δινόταν η ευκαιρία να κάνω το δικό μου και να αποκτήσω την ανεξαρτησία μου». 
Ανεξαρτησία πρώτης γενιάς. Για τη Νότα τη γεννημένη στον Ισθμό της Κορίνθου έφηβη της μεταπολεμικής εποχής και νέα γυναίκα στα χρόνια της ελληνικής μοντέρνας ζωής του ΄50 –’60 σημαίνει καλλιέργεια των αισθήσεων και της έκφρασης προσωπικού γούστου. «Αυτό που ήθελα το έκανα στο 100%. Ενώ αν ακολουθούσα τις σπουδές στο εξωτερικό το πιθανότερο θα ήταν να πήγαινα σε μια εταιρεία όπου θα με περιόριζαν εκτελώντας εντολές. Η συμμαθήτρια μου που πήγε και σπούδασε σε σπουδαία σχολή μόδας στο Παρίσι δεν έκανε τίποτα. Γύρισε πίσω. Μετά εργάστηκα με τον άντρα μου για σύντομο διάστημα σε μια μικρή εταιρία εσωρούχων την οποία διηύθυνα στο ντιζάιν. Όταν έκλεισε κάναμε την δική μας εταιρεία. Τυχαία λοιπόν μπήκα στον χώρο κατασκευής εσωρούχων. Θα μπορούσα να είχα βρεθεί στα ρούχα που μου άρεσαν πολύ. Από τη στιγμή που απέκτησα αυτή την εμπειρία κάναμε το δικό μας. Ξεκινήσαμε και στο πρώτο εξάμηνο μπήκαμε στο καλύτερο μαγαζί της Ερμού, που τότε η εμπορική αίγλη του δρόμου ήταν ανάλογη με τη σημερινή Βουκουρεστίου. Από το πρώτο χρόνο πετύχαμε, ήρθαν και άλλες εμπειρίες, έκανα σεμινάρια, έμαθα τεχνικές, ταξίδεψα. Και με την τρέλα που είχα με τη δουλειά μου δημιούργησα αυτό που έχουμε σήμερα».


Σχεδιασμός ρούχων για τον ύπνο από μια γυναίκα είναι ιδιαίτερο θέμα. Η σχεδιάστρια γνωρίζει περιοχές που το σώμα αναδεικνύει θηλυκότητα και αντίστοιχα καλύπτει ψεγάδια.  Ξέρει πως κάποια διακοσμητικά στοιχεία, όπως οι δαντέλες και η αίσθηση αφής ορισμένων υλικών  όπως τα λεπτά μεταξωτά, τονίζουν την ηρεμία της πολυτέλειας την οποία εξύμνησε ο Προυστ περιγράφοντας με ποιητικότητα την γκαρνταρόμπα της κόμισσας  Γκερμάντ στο «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο». «Πιστεύω ότι η γυναίκα όταν είναι μέσα στο σπίτι  πρέπει να είναι καλοβαλμένη, γιατί αφορά τους δικούς της ανθρώπους που αγαπάει. Αλλά το κάνει και για τον εαυτό της. Το έξω είναι επίκτητο. Έκανα νομίζω πολύ σπουδαία δουλειά πάνω σε αυτή την ιδέα, του ρούχου για το σπίτι. Όταν ξεκίνησα συνηθίζονταν η ρόμπα η κουμπωτή, με το γιακαδάκι και τις τσεπούλες. Θλιβερή. Τα νυχτικά ήταν “νοσοκομείου” και σαχλά. Όταν παρουσίασα τη σταυρωτή ρόμπα μου είπαν ότι δεν θα πουλάει χωρίς κουμπιά. Κι όμως… Καθιέρωσα αυτή τη ρόμπα που δένει με ζώνη στη μέση. Τα πρώτα μακριά νυχτικά επίσης ήταν δικά μας. Το βρίσκω πιο θηλυκό στην κίνηση, μοιάζει σα φόρεμα. Πιστεύω πως όταν μια γυναίκα ξυπνάει το πρωί είναι πιο ωραία ντυμένη από αν είναι άντυτη. Σε αυτόν το τομέα φροντίζω και τα χρώματα. Σπάνια βάζω κίτρινο. Γιατί όταν ξυπνά το πρωί άβαφη, απεριποίητη και με κίτρινο, πάει. Τελείωσε. Προσπάθησα να ωραιοποιήσω τη γυναίκα στο σπίτι.


Σχεδόν να σκηνοθετήσετε τις στιγμές της και να βρίσκετε τι να φοράει.   
«Μου άρεσε αυτό. Θυμάμαι στην εποχή μου δεν υπήρχαν έτοιμες πιζάμες. Μόνο τα φριχτά νυχτικά. Αλλά από μικρή είχα την άποψη ότι μέσα στο σπίτι πρέπει να είμαστε ωραίες. Ήθελα να βγούμε από αυτήν την εικόνα που είχα όταν ήμουν μικρή και έβλεπα τις περισσότερες γυναίκες γύρω μου κακομοιριασμένες με τις ρόμπες τους».

Εντοπίσατε λοιπόν από την παιδική σας ηλικία την αλλαγή στον τρόπο ζωής των γυναικών?
«Ναι είδα ότι έβγαιναν για να εργαστούν και εκτός της οικίας τους και δεν είχαν χρόνο για τον εαυτό τους. Ήθελα και είχα να τους δώσω κάτι καλύτερο. Και με ακολούθησαν. Χωρίς να ξέρω συγκεκριμένα την κοινωνική τους προέλευση. Γιατί όταν ξεκινήσαμε το 1962 πουλάγαμε χονδρική και δεν είχα προσωπική επαφή με τις πελάτισσες. Αυτό άρχισε να συμβαίνει  το 1975 όταν ανοίξαμε το κατάστημα μας στην Ακαδημίας. Όσο πούλαγα στην χονδρική ήταν σα να έπαιζα στο θέατρο, επειδή με γνώριζαν λίγοι. Όταν αρχίσαμε τη λιανική ήταν σαν να βγήκα στη τηλεόραση. Βέβαια ποτέ δε κάναμε δεύτερα πράγματα. Τώρα τελευταία έχω ζοριστεί καθώς σχεδιάζω και έχω την αριθμομηχανή στο πλάι υπολογίζοντας διαρκώς τα κόστη. Τότε έκανα ό,τι ήθελα. Αγόραζα υφάσματα και δε ρώταγα τιμή, αρκεί να μου άρεσε. Είχα αδυναμία στα μεταξωτά, τις βατίστες, τα βαμβακερά βουάλ. Το φαβορί μου ήταν μεταξωτό και βελούδο. Τώρα βελούδο έτσι όπως το θέλω εγώ, από βαμβάκι και όχι συνθετικό, κάνουμε ελάχιστα. Τότε ήταν πρωτοποριακά γιατί κάναμε εισαγωγή  όλων των υλικών, τις δαντέλες μέχρι και τα κουμπιά. Εσώρουχα σπάνια έκανα. Έκανα πιζάμα, ρόμπα και ασχολήθηκα θα λέγαμε με την κατάσταση του ύπνου. Αργότερα ξεκίνησα και τα ρούχα στο σπίτι. Για μένα το φουστάνι στο σπίτι ήταν ένα άνετο ρούχο».  Γύρω της δείγματα από fleece, ροζ και ανοιχτό γκρι, λέει ότι θα προσφέρει φούτερ  ύφασμα και θα φτιάξει φόρμα. Δείχνει χαρτιά με υφάσματα – σατέν κορδέλα, συνδυασμοί ρόμπας και πουά παντελόνι, δαντέλα και ο δρόμος των εξαγωγών είναι ανοιχτός για τις επιλογές του μεθεπόμενου χειμώνα.


Και πως βλέπετε τη σύγχρονη γυναίκα που σπάνια κάθεται σήμερα σπίτι της?
«Όταν αγοράζω υλικά τις σκέφτομαι όλες που μας αγοράζουν σε Ρωσία, Σλοβακία, Ιαπωνία. Το δύσκολο είναι να τα προσαρμόσεις όλα στο ντιζάιν. Οι Άραβες θέλουν καφτάνια, κλειστά, μακριά έως τον αστράγαλο από πολύ καλά υλικά. Η Ιαπωνία έχει μικροκαμωμένα μεγέθη. Οι Ρωσίδες είναι περίπου στο 1985-95, θέλουν πλουμιστά και πολλές δαντέλες. Τώρα δουλεύουμε πιο αφαιρετικά γιατί έχουν αλλάξει τα κοστολόγια. Τώρα υπάρχει θα έλεγα “μάντρωμα”. Δεν έχω ελευθερία. Είμαι υποχρεωμένη να ακολουθώ τις τάσεις της μόδας και των υλικών. Βρίσκω όμως πάντα τον αέρα μου. Με κατευθύνουν τα υλικά, αλλά τα κατευθύνω κι εγώ». 


Όμως η θηλυκότητα στις μέρες μας επιβάλετε να είναι σέξι. 
«Δε πιστεύω ότι υπάρχει σέξι εσώρουχο. Αλλά σέξι γυναίκα. Δηλαδή αν τις βάλεις ένα άλλο αμπαλάζ έγινε σέξι? Και όλα αυτά τα βρίσκω χυδαία. Κάνω θηλυκά. Προσπαθώ να εκπαιδεύω το κοινό μας σε αυτή την κατεύθυνση. Βλέπω στην τηλεόραση τα νέα κορίτσια να φοράνε το μπόξερ του φίλου τους και ένα T-shirt και να κοιμούνται με αυτά. Εκείνο που φοβάμαι είναι ότι με όλα αυτά που περάσαμε αυτά τα δέκα χρόνια είναι ότι έμαθαν και πηγαίνουν με 7 ευρώ στο σουπερμάρκετ με συνέπεια να ξεσυνηθίζουν την ποιότητα που αφορά τον ύπνο. Ή, αν μιλάμε για νεαρές ηλικίες, να μην έχουν προλάβει να μάθουν αυτή τη ποιότητα. Εκτός αν έχουν μια μαμά κοκέτα. Η δική μου αντίδραση ήταν να απαντήσω σε αυτή την αλλαγή συνήθειας και να βάλω περισσότερα μεταξωτά για τον επόμενο χειμώνα. Φτάνει πια η μιζέρια».



Επιστροφή